- ὁμοφρονέειν
- ὁμοφρονέωto be of the same mindpres inf act (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοφρονώ — (Α ὁμοφρονῶ, έω) [ομόφρων] έχω τις ίδιες σκέψεις, τα ίδια φρονήματα και τις ίδιες αρχές, απόψεις ή διαθέσεις με κάποιον άλλο, συμφωνώ, είμαι ομόφρων («οὐκ ἐθελῆσαι ὁμοφρονέειν, ἀλλὰ γνώμῃ διενειχθέντας», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek